τιμήεις

τιμήεις
και δωρ. τ. τιμάεις, -εσσα, -εν, και συνηρ. τ. αρσ. τιμῆς ή τιμῇς και τ. θηλ. σε επιγρ. τιμάFεσσα Α
1. (για θεούς και ανθρώπους) αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο σεβασμού και τιμών, ο σεβαστός
2. (για πράγμ.) πολύτιμος, ακριβός («καὶ χρυσὸν τιμῆντα καὶ ἄργυρον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + επίθημα -ήεις (πρβλ. τεχν-ήεις, (βλ. και λ. -όεις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τιμήεις — τῑμήεις , τιμήεις honoured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμῆντα — τιμήεις honoured masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήεντ' — τῑμήεντα , τιμήεις honoured masc acc sg (doric) τῑμήεντα , τιμήεις honoured neut nom/voc/acc pl τῑμήεντι , τιμήεις honoured masc/neut dat sg τῑμήεντε , τιμήεις honoured masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμῆεν — τῑμῆεν , τιμήεις honoured neut nom sg τῑμῆεν , τιμήεις honoured masc voc sg τῑμῆεν , τιμήεις honoured neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμηέστατον — τῑμηέστατον , τιμήεις honoured masc acc sg τῑμηέστατον , τιμήεις honoured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμάεσσα — τῑμά̱εσσα , τιμήεις honoured fem nom sg (doric) τῑμά̱εσσα , τιμήεις honoured fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήεντα — τῑμήεντα , τιμήεις honoured masc acc sg (doric) τῑμήεντα , τιμήεις honoured neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμήεσσα — τῑμήεσσα , τιμήεις honoured fem nom sg τῑμήεσσα , τιμήεις honoured fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • περιτιμήεις — εσσα, εν, Α ο πολύ τιμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τιμήεις (< τιμή + κατάλ. ήεις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”